- οχετός
- ο (Α ὀχετός)αυλάκι ή υπόγεια σήραγγα κατάλληλη για τη μεταφορά τού νερού από ένα σημείο σε άλλονεοελλ.1. υπόγειος αγωγός ή σήραγγα απαγωγής αποβλήτων2. βόθρος3. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που εκστομίζει ακατάσχετα βωμολοχίεςαρχ.1. δερμάτινος σωλήνας μεταφοράς και διοχέτευσης τού νερού2. υπόγειος ξύλινος αγωγός νερού3. ανατ. η τραχεία αρτηρία και οι κλάδοι της που οδηγούν στους πνεύμονες4. στον πληθ. οἱ ὀχετοίχείμαρροι5. μτφ. έμμεσος τρόπος εκφυγής από μια κατάσταση («παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῑν», Ευρ.)6. φρ. «ὀχετοὶ μετέωροι» — ανοιχτά αυλάκια άρδευσης7. αττ. τ. τού βόρβορος8. αποχωρητήριο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀχῶ + επίθημα -ετός (πρβλ. εμ-ετός, παγ-ετός)].
Dictionary of Greek. 2013.